Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ





Ο Βαλτάσαρ ήτανε ο ένας από τους τρεις μάγους που προσκύνησαν το μικρό Χριστό. Χρόνια πολλά μετά ο Βαλτάσαρ, καθισμένος ίσως δίπλα σ' ένα τζάκι, διηγείται στον εγγονό του τα γεγονότα εκείνης της ημέρας.
Ο Βαλτάσαρ διηγείται στον εγγονό του
Πηγαίναμε οι τρεις μας. Για ημέρες
επάνω στης καμήλας μας τη ράχη
με την υπομονή δώσαμε μάχη
και της ερήμου τις φρυγμένες ξέρες.

Και κάποια νύχτα εφάνηκε το αστέρι.
Ήταν καθώς σκυμμένοι από χρόνια
το 'δαμε, στα ιερά και προαιώνια
μέσα βιβλία, στης Περσίας τα μέρη.

Τώρα στ' αλήθεια μας εφανερώθη.
Κι ενώ ήτανε λαμπρό σαν ήλιοι χίλιοι
για μας σα γλυκερό ήτανε καντήλι-
κανένα μας το μάτι δεν 'τυφλώθη.

Και με απαλή μι' αγνότη και μια χάρη
λαμπρόφεγγε. Κι η νύχτα ήταν δικιά του.
Κι έλουζεν όλα πάνου κι όλα κάτου.
Και η ψυχή μας 'λάφρωσε' κι εχάρη.

Και λες χορεύοντας και τραγουδώντας
σαν κοριτσόπουλο ερωτεμένο
τραβούσε μπρος το τρισευλογημένο
πίσω του άλαλους κι εμάς τραβώντας.

Και πια δε νιώθαμε καθόλου κόπο.
Και τ' άστρι τ' ωραιότερο κι απ' τ' άνθη
πάνω από μια σπηλιά πήγε κι εστάθη
τον άγιο έτσι δείχνοντας τον τόπο.

Στον θεοσύναχτο μπήκαμε χώρο.
Μα σα μηχανικά μπροστά στα πόδια
που μωρουδίστικη χύναν ευώδια
καθένας μας απόθεσε το δώρο.

Γιατί και νους και σώμα και ψυχή μας
αμέσως δέσμια εγίνανε στο βρέφος-
δέσμια καθώς είναι η βροχή στο νέφος
και η ζωή κι η βλάστηση στη γη μας.

Και μεις οι τρεις, που σ' όλη μας τη ζήση
με μυστικά μεθάμε τ' ουρανού μας,
εμείς όπου αλάθητα το νου μας
με γνώση και σοφία έχουμε ασκήσει,

εμείς, σ' αυτό το βρέφος μι' άλλη γιε μου
είδαμε, θεια Φύση θρονιασμένη
που είθε όλην της τη μεστωμένη
την ευλογιά να νιώσω μέσαθέ μου:

έτσι καθώς τα ροδαλά χεράκια-
τ' αγνά, κινούσε, εκείνα εμεγαλώναν
θεριεύανε, γιγάντωναν, απλώναν
(τα’ άγια Του, τα μικρούλικα χεράκια!)


και μία φτιάχναν αγκαλιά μεγάλη
τρανότερην απ' την ουράνια εκείνη
που 'βλεπες μέσα στοργικά να κλείνει
τον κόσμο μας κι αυτός ζεστά να πάλλει.

Κι ως τα ποδάκια πλέκανε τα δυο Του,
λες ότι κιόλας είχε βγει στη στράτα
κι όπου πατούσε τα κακά φευγάτα
και αντρειωμένο τώρα το καλό Του.

Και όταν η βουλη Του-α! η βουλή Του!_
το γιορτινό Της άπλωνε το χέρι,
το "ναι" του αδύνατου γινόταν ταίρι
και ο παλμός συντρόφι του ακινήτου.

Και στις βραγιές του απείρου του ζοφώδους
κόσμοι επλάθονταν, ήλιοι εγεννιόνταν,
το φως δοξαστικά εμφανιζόνταν
κι έρρεαν ποταμοί λάβας φλογώδους.

Και μες στου βρέφους τα ματάκια όπου
μιαν εσοβάρευαν, μια παιχνιδίζαν,
έβλεπες αγριόκρινα κι ανθίζαν
η ευτυχία κι η χαρά του ανθρώπου.

Κι έβλεπες πειρασμών άγριες ερήμους
να γίνονται ολοπράσινες οάσεις'
κι έβλεπες πεθαμένων αναστάσεις
και ύμνους άκουες εορτασίμους.

Κι άκουες τη φωνή την εξαισία
να συμβουλεύει και να παροτρύνει
και την εθαύμαζες που φλόγα εγίνει
εκεί-στην επί Όρους Ομιλία.

Και μες απ' τα χειλάκια Του να βγαίνει
άκουσα μια φωνή, που αναγάλλια
όμως και φρίκη μου 'φερε ως αγάλια
στη νύχτα απλώνονταν την αγνισμένη:

«Έίμαι το Φως. Και Είμαι η Αλήθεια.
Όποιος θελήσει και Μ' ακολουθήσει
αυτός στο σκότος δε θα περπατήσει
αλλά στα φώτα της ζωής τα πλήθια.
Για σας η γήινη ζωή Μού εδόθη.
Τη Θεία διδασκαλία Μου δεχτείτε
και γίνετε έτσι άξιοι να μπείτε
στη Βασιλεία για σας που ’θεμελίώθη.

Κι αν θα διαλέξετε να Με σκοτώστε
σκοτώστε Με' μα εγώ κι απ' το σταυρό Μου
απ' τον Πατέρα θα ζητώ Θεό μου
σταυρό γι αυτό εσείς να μη σηκώστε».

…Σκέφτομαι γιε μου και γελώ με μένα-
πήγα κρατώντας δώρα μες στα χέρια
σ' Αυτόν που δώρα, γη, ουρανούς κι αστέρια
μ' ένα Του Λόγο μόνο έχει πλασμένα".




TO ΒΟΔΙ ΤΗΣ ΦΑΤΝΗΣ
Σ' ευχαριστώ Θεέ μου που μ' αξίωσες
να δω το γιο Σου.
Και αν δεν έχει το γλυκό το βόδινο
το πρόσωπό Σου
και αν δεν έχει όπως περιμέναμε
τέσσερα πόδια
μα η ψυχή του ολόλευκη και πάναγνη
καθώς στα βόδια.
Πολύ Εσύ καλλίτερ' από μένανε
ξέρεις τι πρέπει.
Εσύ που η ματιά Σου η ολοκάθαρη
όλα τα βλέπει.
Και ξέρεις πως απάνω στο χωμάτινο
της γης το τόπι
τα πλάσματα που σωτηρία θέλουνε
ειν' οι ανθρώποι.










_. Τα ευαγγέλια μάς λένε ότι ο Ιωσήφ ήθελε να διώξει τη Μαρία όταν είδε πως ήταν έγκυος χωρίς να έρθει σε επαφή μαζί του. Και ενώ εβασανίζονταν από την ιδέα αυτή, είδε ένα όνειρο.
To όνειρο του Ιωσήφ
Ο Ιωσήφ κοιμήθηκε, Σκέψεις θανατερές
το απλοικό παιδεύουνε μυαλό του.
Κι όταν αποκοιμήθηκε-πέθανε κάλλιο πες-
ηρθ' ένας άγγελος μες στ' όνειρό του.

Κι ήταν you αγγέλου τα φτερά λευκότερα απ' το φως'
κι ο Ιωσήφ στον ύπνο του εταράχτη'
κι ήτανε σαν τρισμέγιστος ν' ανάτειλε λαμπρός
ήλιος κανείς από μια κρύα στάχτη.

Και σοβαρή μία φωνή εβγήκε απ' τα λεπτά
κι ευγενικά του άγγελου τα χεΐλη
όπως το Μέγα Έλεος βγαίνει από τα σεπτά
τα χείλη Εκείνου που τον είχε στείλει:

"Μην τρέμεις-έναν άγγελο βλέπεις Ιωσήφ εδώ.
Απ' το θεό στη γη στάλθηκα κάτου'
κι ειν' έργο μου μοναδικό να λειάνω την οδό
για να διαβεί το Άγιο Θέλημά Του.

Και είναι Θείο Θέλημα, Ιωσήφ, να γεννηθεί
ο Λόγος του Θεού από τη Μαρία'
είναι σε μήτρα μέσα μια θνητή να σαρκωθεί
του γένους των θνητών η σωτηρία.

Κι ειν1 η Μαρία η εκλεκτή που άξια έχει κριθεί
μέσα της το Άγιο Πνεύμα να καρπίσει.
Κι ειν' η Μαρία η εκλεκτή που άξια έχει κριθεί
τον μόνο του θεού Γιο να γεννήσει.

Αυτός, το σπόρο που κρατεί για κάθε Αληθινό,
για κάθε ΩραΙο και για κάθε Μέγα,
Αυτός που όλα κυβερνάει από τον ουρανό-
Αυτός, το Άλφα όλων και τ' Ωμέγα,

Αυτός που εφύτεψε το Φως σrou Σκότους την καρδιά
και άνθίσανε οι Ήλιοι και οι Μέρες,
Αυτός που εσκόρπισε στης γης τη ράχη την πλατιά
ζώα κι ανθρώπους και φυτά κι αγέρες,

Αυτός το σπόρο εδιάλεξε να στείλει της Ζωής
μες στης Μαρίας τη μήτρα την αγία'
κι αυτή 'ναι η ενανθρώπιση της Θείας της Πνοής
κι αυτή 'ναι η Ένσαρκος Οικονομία.

Σήκω και στη γυναίκα σου στάσου Ιωσήφ κοντά
και όπως πριν σκεπτόσουν μη τη διώξεις-
στα σπλάχνα της των Προφητών μέσα η φωνή βοά
κι οι σάλπιγγες ηχούν της Θείας Δόξης.

Λοιπόν μη βασανίζεσαι, Μη σκέψεις αλγεινές
παιδεύουν το καθάριο το μυαλό σου'
ειν' η Μαρία Υψηλή μέσα στις ταπεινές-
ειν' αειπάρθενος η σύντροφός σου!•

Εξύπνησε ο Ιωσήφ. Και με φωνή απαλή
"Σ' ευχαριστώ Θεέ μου" φιθυρίζει΄
και στη Μαρία πάει κοντά κι αγγελικό
στα βλογημένα Της μαλλιά φιλί χαρίζει.








Προσευνή μικρού παιδιού
Όταν ήσουνα Χριστούλη
σαν και με παιδί μικρό
ζήταγες απ' τον μπαμπά σου
να σου πάρει παγωτό;

Ζήταγες απ' τη μαμά σου
να σου πάρει καραμέλες;
Σ' άρεσε και Σε να παίζεις;
Σαν και μένα έκανες τρέλλες;

Από κει ψηλά που είσαι
"ναι" Σ' ακούω να μου λες,
γιατί αφού Θεούλης ήσουν
δε γινότανε να κλαις.

Μα εμένα-δες Χριστέ μου,
τα ματάκια μου όλο κλαίνε
γιατί σ' ό,τι τους ζητήσω
"ναι" ποτέ τους δε μου λένε.

Αχ! Χριστούλη! Μίλησέ τους!
"Τα παιδάκια", να τους πεις,
"άλλες έχουν προτιμήσεις
απ' αυτές που 'χετε σεις.

Μη λοιπόν τα τυραννάτε,
κι όταν κάτι σας ζητούν
κάνετέ το-έτσι αθώα
δε λυπάστε να πονούν;"

Κι από τότε οι γονείς μας
σαν και Σε να σκέφτονται ίδια
κι η ζωή μας να κυλάει
με γλυκά και με παιχνίδια.




Σαν περιβόλι
Καθώς Θεέ τους βόλους του
μικρό παιδί κρατάει
και Συ μες στην παλάμη Σου
ίδια κρατείς την Πλάση.

Κι όταν γυρίζεις να τη δεις
από χαρά μεθάει΄
κι όταν μια λέξη θα της πεις
ανθεί σαν περιβόλι.



Χιλίων
Τι κι αν τις εντολές όλες τηρήσω
τι κι αν πιστέψω και μετανοήσω-
αφού έχω σκέψη και βουλή δική μου
σίγουρη έχω εγώ την Κόλασή μου.


Αφού βαδίζω κόντρα στον αέρα,
τη νύχτα αφού εγώ την κάνω μέρα,
την πέτρα αφού απ' τον τόπο της την παίρνω
και όπου ο νους μου ορίζει τηνε φέρνω-
αφού αντίθετα ενεργώ στη Φύση αντιστρατεύομαι το Θείο Μεθύσι'
αφού χαλώ την Τάξη των Πραγμάτων
Χιλίων είμαι άξιος θανάτων.



Διαπιστώσεις
Όχι πως κάνω κριτική Θεέ μου στη βουλή Σου,
μα έχω μια διαπίστωση τα χρόνια τούτα κάνει:
κάθε χρονιά και πιο αργεί να έρθει η γέννησή Σου
ενώ όλο και πιο γρήγορα η σταύρωσή Σου φτάνει.


Λογίκή προσευχή
Παράλογος δεν είμαι Θε μου
(θυμάσαι; εικόνα Σου κι ομοίωσή Σου!)
γι αυτό κι η προσευχή μου λογική θα είναι.
Δε Σου ζητώ καλούς να κάνεις τους ανθρώπους'
να μη φοράνε μόνο μάσκες καλωσύνης.
Δε Σου ζητώ να μη πατούν τα πόδια τ' άνθη'
τ' άνθη όμως Θε μου να μη νιώθουν πόνο.
Κι ούτε οι πόλεμοι να σταματήσουν'
μόνο τα όπλα ας έχουν πάνω τους ζωγραφισμένο
εν' άστρο.
μια λαμπρίτσα, ή, Θεέ μου,
(που 'ναι ίδιο)
τη μορφή Σου.



Θα δεις
Όλα γύρω μου μου λένε
να γελάσω-γα χαρώ.
Όταν όμως άλλοι κλαίνε
τότε Θε μου δεν μπορώ.

Κάνε Θε μου πρώτα εκείνους
χαρωπούς και πια θα δεις-
ευτυχίας θ' ανθίζω κρίνους
απ’ τα βάθη της ψυχής.


To άγγιγμα του θεού
Όσα χτυπήματα η ζωή
Θεέ μου κι αν μας δίνει
καθένα του με τον καιρό
περνάει-ξεχνιέται-σβήνει.

Εν' άγγιγμα όμως από Σε
πάντα δικό μας μένει-
με φως το νου μας πλημμυρά
και ΣΤΗΝ ψυχή μας δένει.









θεός και Χρόνος
Τάχα οι άνθρωποι το Χρόνο εβρήκαν,
τον πήρανε, τον κόψανε κομμάτια
και λένε στην ουσία του πως μπήκαν
και πως γνωρίσαν μήκη του και πλάτια.

Κι αν όμως οι πολλοί έτσι νομίζουν
με τη μεγάλη που τους δέρνει άγνοια,
ο Χρόνος, για όσους πράγματι γνωρίζουν
στη Θείαν αναπαύεται τη Διάνοια.



Δεν είναι
Απ' τη ζωή αν γατζώνομαι
σα γάτα πα' σε δέντρο
που να γλιτώσει απ' του σκυλιού
πασκίζει τα σαγόνια,

δεν είναι γιατί μέσα της
φτηνές χαρές γυρεύω'
δεν είναι τόπους για να δω
ή πλούτη να μαζέψω.

Απ' τη ζωή αν γατζώνομαι
δεν είναι για να ζήσω-
είναι για να 'χω τον καιρό,
Θε μου, να Σε γνωρίσω.






Κατάκτηση
Άραγε πώς θ' ακούγεται η φωνή μας
στα Θεία Σου τ 'αυτιά;
Αστείοι και μεις κι αυτή μαζί μας
και θα γελάς πλατιά.

Μόνο τα Πνεύματα με Σε μιλάνε
κι αυτά μονάχα ακούς'
τα λόγια μας εμάς χαμένα πάνε
κι ας τα γεννάει ο νους.

Μα 'γω έψαξα και βρήκα τη μονιά Σου
και κει Σε καρτερώ.
Έλα! Και κάψε με με τη Φωτιά Σου!
Ζώσε με με Καιρό!

To ξέρω πως με νιώθεις-δε Σ1 αγγίζω
με ανάρμοστη φωνή'
δεντρί πανώριο είσαι και θροίζω
του κλώνου σου κλωνί.


Η λύση
Με κράζει το πουλί
κοντά του με καλεί'
το δρόμο αναμετράω:
μακριά μου-δε θα πάω.

Στον ουρανό εν' αστέρι
μου άπλωσε το χέρι
μα ό,τι και να κάνω
μακριά μου-δεν το φτάνω.

Μα να ο Θεός που πλάι,
μαζί μου περπατάει
κι όλα, πουλιά κι αστέρια
κρατεί στα δυο Του χέρια



Με σιωπή
Και όλα όταν διαβάσω τα βιβλία
και όλους αν ακούσω τους σοφούς
στην ίδια μένω πάλι απορία,
στο ίδιο πάλι σκότος του ο νους.

Ούτε την πιο μικρή δεν έχω ιδέα
για την ουσία Σου ή τη Μορφή-
κάθε υπόθεση που κάνω νέα
στην αίσθηση άφταστη είναι κορυφή.

Και πώς να Σου μιλήσω; Σε ποια γλώσσα;
Σε λέξης ποιας το νόημα να χαθώ;
Ποια να Σε κλείσει Εσένα εικόνα ζώσα
και πώς, Θεέ, να Σου προσευχηθώ;

Αλλ' αγαπώ αυτή μου την τυράγνια
κι αγάλλομαι γι αυτή μου την ντροηή:
το Θείο το γνωρίζεις με την Άγνοια
και του μιλάς μονάχα με Σιωπή.



Προσευχή ευσεβούς μελλονύμφου κόρης
Ας γίνει ο γάμος μου Θεέ
δεντρί που θα καρπίσει
κι όλες τις χάρες της ψυχής
στα κλώνια του ν' ανθίσει:
την άγια του έρωτα χαρά,
την άκοιμη φροντίδα,
και του παιδιού την ευλογιά-
του κόσμου την ελπίδα.

Και να 'ναι η ένωση αυτή
πάνω Σου στηριγμένη-
να φέγγει απ' την ανάσα Σου,
το Φως Σου ν' ανασαίνει.

Και μες στο Χάος του Σήμερα
που όλα έχει ρημάξει
να πλέκει αυτή αθόρυβα
του Αύριο την Τάξη.




Παναγία
Παντάνασσα. Οδηγήτρα. Ελεούσα.
Επίσκεψις των καταπονουμένων.
Πανάχραντος. Πανύμνητος. Θεομήτωρ.
Μεσίτρια των χριστιανών. Η ελπίδα
Απελπισμένων. Η Αλουργίς η Θεία.
Άσπιλος. Ουρανών Υψηλοτέρα.
Πηγή Ζωής. Περίβλεπτος. Θεοφόρος.
Αχειροποίητος. Χαρά των ζώντων.
Πάνσεπτος. Προστασία αδικουμένων.
Άφλεκτος Βάτος και Λαβίς Πυρφόρος.
Πάναγνος. Χερουβίμ Ενδοξοτέρα.
Αμαρτωλών Εγγυήτρια. Πλατυτέρα....
Κι απλά για όλους μας: η Παναγία.




Σαν όνειρο
Τρανός καβαλάρης σε άλογο ολάσπρο
βοήθα να γίνω μια μέρα Χριοτέ μου.
Και μέσα να ζω σε πεντάμορφο κάστρο
που δε θα φοβάται ορμή όποιου ανέμου.

Και να 'ναι η ζωή μου το στέριο το κάστρο
και να 'ναι τα γκέμια ο άσφαλτος νους μου
και να 'ναι η ψυχή μου το άτι το αιθέριο
που δίνει φτερά στους θνητούς λογισμούς μου.

Και όταν η ώρα η άγια θε’ να 'ρθει
το άτι για πάντα το κάστρο ν' αφήσει,
σαν όνειρο να 'ναι παιδάκι που πλάθει
αφού χορτασμένο στον ύπνο βυθίσει.


Ενοχές
Κάθε το χέρι μου ή ο νους
που σ' αμαρτία απλώνει
θαρρείς καρφί κρατεί Χριστέ
και Σε ξαναοταυρώνει.

Και τότε τρέμω σύγκορμος
και σιωπηλά σπαράζω
και νοερά κάθε φορά
τη Θεία Σου Χάρη κράζω

και, ή την ψυχή μου, της ζητώ
απ' το σώμα να χωρίσει,
ή να την κάνει τους φρικτούς
φονείς Σου ν' αγαπήσει.


Προσευχή σώφρονος νέου
Κι αν μηχανές η γη έχει γεμίσει
που ολημερίς μιλούν αντί για μας,
εγώ ανθρώπινη ποθώ μια ζήση-
Συ θέλω στην ψυχή μου να μιλάς.

KΙ αν φτάσανε, Θεέ μου, στο φεγγάρι
ψηλότερα να φτάσω εγώ ζητώ-
εκεί που η χάρη Σου γλυκά μεθάει
το θείο Της δωρίζοντας ποτό.

Κι αν έχουνε βολάν κατευθυντήρια
κι οδήγησης συστήματα λογής,
στα γήινα θέλω εγώ τα ολετήρια
Εσύ το βήμα μου να οδηγείς.



Αιωνιότης
Κι αυτά που πέρασαν κι όσα θα 'ρθούνε
δεν εχαθήκανε.
To Πριν και το Ύστερα οτο Πνεύμα νήχονται
μέσα το Θείο Σου.
Κι ειν' αναρίθμητα κι όσα θα γίνουν
κι όσα γινήκανε-
η "ιστορία" μας σταγόνα αίματος
μες στο Σφαγείο Σου.







Έλεος
Κύριε απόψε τα θεριά
ουρλιάζουν αγριεμένα.
Η γη δείχνει τα νύχια της.
Αίμα σταλάζουν τ' άστρα.

Κύριε απόψε τα βουνά
πλακώνουν την ψυχή μας'
μάς σαβανώνει ο ουρανός..
η θάλασσα μας πνίγει...

Έλεος Κύριε! Έλεος!
Είμαστε πλάσματά Σου!
Έλεος Κύριε! Δείξε μας
το άλλο πρόσωπό Σου.



Η επιστροφή του ασώτου
"Πατέρα γύρισα από κει που Συ με είχες στείλει-
κάλλιο από όπου μ' άφησες μονάχον μου να πάω.
Πρωί εκίνησα και να! ψυχομαχάει το δείλι
που νύχτωμα ένα προμηνά πολύδωρο και πράο.

Ολοζωής επήγαινα, Για λίγο αν σταματούσα
το χώμα επερπάταγε στα πόδι μου από κάτου'
σε μια ζωή αγιόρταστη και πολυτυραννούσα
μελετημένα κι άφευγα φέρναν τα βήματά του.

Κι ως προχωρούσα, δίπλα μου, όντα καθώς εμένα
βαδίζανε, μη ξέροντας κι αυτά για πού τραβάνε,
μόνο πηγαίνανε κι αυτά σαν έρμα και σαν ξένα
ή από πιόμα δυνατό σαν μεθυσμένα να 'ναι.

Καθένα μίλαγε άλληνε-δική του μία γλώσσα.
Κι άστοχη κάθε του βουλή και κάθε του ήταν πράξη.
Και «ποιος», αναρωτιόμουνα, «δύστυχα όντα τόσα,
ή θέλοντας ή άθελα τα 'χεν εκεί πετάξει;..»

Και όταν μέσα εκοίταζα στα μάτια τους ζητώντας
μια συνεννόησης σταλιά, μια σπίθα αδερφοσύνης,
εκείνα αντιθωρούσανε τα μάτια μου φρικιώντας
σαν αποτρόπαιο να 'τανε να παίρνεις και να δίνεις.

Κι όταν το χέρι μου άπλωνα ν' αγγίξω εν' άλλο χέρι
(για τι άλλο θα μου το 'δινες το χέρι μου πατέρα;)
αντίς για τ' άγγιγμα χεριού με χάραζε μαχαίρι
και ματωμένη κι αλγεινή κυλούσε η κάθε μέρα.

Τους μίλησα κι ανήκουστα τα λόγια μου ήρθαν πίσω.
Τους έδωσα κι ότι έδωσα πίσω άδοτο ερχόνταν.
Η ειρωνεία με δάγκωσε σαν ήρθε ν' αγαπήσω,
και όταν άναβα ένα φως από εκείνους σβηόνταν.

Τόπος δεν ήτανε αυτός σε μένα να ταιριάζει.
Έτσι ταιριάζει σε νερά πελάγου ίσκιος δάσου.
Τόπος δεν ήτανε αυτός σε μένα να ταιριάζει-
δεν είμαι-όχι-στον τόπο μου σα βρίσκομαι μακριά Σου".

Την άσπρη και την κρύα Του ντυμένος ερημία
δίχως μιλιά σ Μαρμάρινος στεκόνταν ο Πατέρας,
φωνή σαν να μην ήχησε τριγύρω Του καμία
ή μάρμαρο λες να 'τανε κι ο γύρω Του αγέρας.

Και η αμέτοχη ήτανε και σοβαρή θωριά Του
ασάλευτα παράξενη κι άγρια γαληνεμένη
Και πέρα, πέρα, στο Άπειρο έβλεπε η ματιά Του.
Κι αμίλητα τα χείλια Του. Κι η γνώμη Του κρυμμένη.

Και το μαρμαροκάμωτο υφαίνοντάς Του δέρμα
πάνω Του συνωστίζονταν άπειρα πλήθη όντων-
όντων που θα τριγύριζαν αλλιώς μονάχα κι έρμα
στα ξερολίθια της στεριάς...στα κύματα των πόντων...
"Δέξου με στην αιώνια Σου Πατέρα αταραξία.
Κλέισε την ταραγμένη μου ψυχή μες στην ψυχή Σου.
Όλη όση εμοιράθηκε στην ύπαρξή μου αξία
είναι μικρό ένα μόριο να 'μαι της ύπαρξής Σου".

Ως απαντάει ο Βοριάς στ' αδύναμο πουλάκι
κι ως γνιάζονται για του γιαλού την πέτρα τ' άγρια
βύθη
έτσι κι ο Γίγας γνιάστηκε για κείνο τ' ανθρωπάκι
κι έτσι σε ότι εμίλησε Αυτός του αποκρίθη.

Και κείνο, με τα μάτια του να του θαμπώνουν όλο
το δρόμο προς του Γίγαντα πήρε το ποδονύχι
τον Μέγα όπως τ' Ουρανού τον Ατελείωτο Θόλο
κι Άσπρον καθώς το συνηθούν του Κοιμητήριου οι Τοίχοι.


Δε θέλουμε ποίητές!
-Πώς λέγεται ο πελάτης σας;
-Ιησούς.
-Κι ο τόπος του καταγωγής;
-Η Ναζαρέτ.
-Τ' όνομα του πατέρα του;
-Ιωσήφ.
-Και επαγγέλεται;
-Ποιητής.
-Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε. Δε θέλουμε ποιητές.
Έχουνε τόσο διάφορες συνήθειες από μας...
Καλά είμαστε τακτοποιημένοι
με τα εργοστάσια...
με τα όπλα...
με τις μηχανές μας...
Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε. Δε θέλουμε ποιητές.
Έχετε τόσα εναντίον σας...
Θέλετε ν' αγαπάει ένας τον άλλο.
Πώς θ' αγαπήσω κάποιον
που θέλει να μου πάρει τα λεφτά
(αλήθεια επισκεφτήκατε ποτέ σας ψυχολόγο);
Ακόμα λέτε...για να δω...
Α! Ναι! Μακάριοι οι πτωχοί...
με συγχωρείτε που γελώ-
συνήθως ξέρετε είμαστ' ευγενέστατοι εδώ..
Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε.. Δε θέλουμε ποιητές.
Πάρτε τον!
Ο στρατιώτης
θα σας διαβάσει τα δικαιώματά σας-
σε μας
και οι φυλακισμένοι έχουν, κύριε, δικαιώματα.
Πηγαίνετε.
Περνώντας από τη Γεθσημανή μπορείτε αν θέλετε
να κάνετ' ένα τηλεφώνημα.
Δε θέλουμε ποιητές.
Tο ακόλουθο έργο αναναπαριστά θεατρικά τα πραγματικά γεγονότα εκείνης της βραδιάς, που αργότερα, όταν ο χριστιανισμός έγινε θρησκεία, πήραν τις μαγικές διαστάσεις με τις οποίες τα γνωρίζουμε σήμερα.




ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ


ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

Τόπος: Λόφος της Βηθλεέμ με
στάνη, σπηλιά, μονοπάτι.

Χρόνος: Η μέρα της γέννησης του Χριστού. Βράδυ.

Πρόσωπα:
ΕΛΙΕΖΕΡ (ΕΛΡ), βοσκός
ΕΛΙΑΚΕΙΜ (ΕΛΜ),αδερφός του


(ο Ελιέζερ και ο Ελιακείμ συζητάνε ενώ κάνουνε δουλειές στη στάνη)
ΕΛΡ
Μετά τους έλληνες οι Ρωμαίοι...Ποιος το 'λεγε να 'ρθουν λαοί από τόσο μακριά και να μας εξουσιάζουν...

ΕΛΜ
Θα τους διώξουμε κι αυτούς. Κάνε λίγη υπομονή

ΕΛΡ
Λίγη αν χρειάζεται την έχω. Δυο μήνες ακόμα. Παραπάνω δεν πάει, θα βγω στο βουνό.

ΕΛΜ
Και τώρα πού είσαι;

ΕΛΡ
Κορόιδευε εσύ! Ξέρεις τι εννοώ. Δε θ' αρμέγω εγώ
τα δικά μου πρόβατα για να ταϊζω τους ρωμαίους.
Δε θα τα κουρεύω για να φτιάχνουν αυτοί
αντρομίδες. Δε θα σκοτώνομαι να τα μεγαλώσω για να μου τα ψήνουν αυτοί στη σούβλα σα να 'τανε δικά τους...

ΕΛΜ
Είναι πολλοί. Είναι δυνατοί. Έχουν τα όπλα. Ο κόσμος όλος είναι δικός τους. Βολέψου με την κατάσταση.

ΕΛΡ
Μα βολευτώ; Μα δεν έχεις νεύρο εσύ απάνω σου; Τι
βόλεμα να κάνω που αυτοί είναι σκυλιά ανήμερα;..

ΕΛΜ
Είναι σκυλιά. Καλά το είπες. Και δαγκώνουν. Και
ξεσκίζουν. Μόνο εμείς είμαστε στην εξουσία τους; Τι
θέλεις; Να σε σταυρώσουνε κι εσένα σαν τον
Ιωχάναν; Όσο γάλα κι αν τους έχεις δώσει, αν σε
πιάσουν να τους πολεμάς δε σε σώζει
τίποτα. Γι αυτό σου λέω-κάτσε στ' αυγά σου. Και
ποιος δε θέλει να τους διώξει; Πώς όμως;

ΕΛΡ
Είναι που δεν το βάνουμε όλοι σκοπό. Γι αυτό. Γιατί
οι μεγάλοι μας παραδοθήκανε. Γίνανε προδότες!

ΕΛΜ
Τι ήθελες; Να τους σφάξουν; Και να σφάζουν συνέχεια; Τότε ποιος θα 'μενε να εκδικήσει τα βάσανά μας; Ουφ! Με σκότισες! Θες να πας πήγαινε
και πάρε τα βουνά. Πρώτα όμως να πας ν’ αδειάσεις τις καρδάρες στο λεβέτι και να στεριώσεις το έμπα του μαντριού. Άντε και να κοιμηθούμε λίγο. Με κούρασαν σήμερα τα παλιοζωντανά...

ΕΛΡ
Είναι που δε μας αφήνουνε να τα βόσκουμε στον
τόπο μας, δίπλα μας, και πρέπει να τρέχουμε στα
κατσάβραχα.

ΕΑΜ
Εντάξει, δίκιο έχεις…Δε μου λες, τι κάνουνε εκείνοι οι
δύο στη σπηλιά; Κοιμήθηκαν; Γέννησε εκείνη;

ΕΛΡ
Έτσι μου ’πε ο Αμώς.

ΕΛΜ
Είναι καλά; Θέλουν τίποτα; Έχουν καμιάν ανάγκη;

ΕΛΡ
Δεν ξέρω. Δεν πήγα. Ο Αμώς λέει τους έδωσε λίγο
ψωμί.

ΕΛΜ
Ο Αμώς είναι παιδί. Γυναίκα γεννημένη μέσα
στη σπηλιά είναι και δεν πήγες να δεις αν θέλουν τίποτα; Τι ξέρει το παιδί;

ΕΛΡ
Έχω να δω κι άλλες δουλειές. Αν ήθελαν τίποτα θα
φώναζαν.

ΕΛΜ
Μπράβο σου! Εσύ είσαι που βρίζεις τους Ρωμαίους; Τι να το κάνω αυτό; Αφού δεν μπορείς να διώξεις εκείνους, βόηθα τουλάχιστο τους δικούς μας. Πάρε μια καρδάρα γάλα, εγώ θα σφάξω ένα αρνί να τους ταϊσουμε. Μπρος τράβα! Και πάρε και κάνα δυο κουβέρτες. Άντε λοιπόν, τι κάθεσαι;

ΕΛΡ
Εσύ νύσταζες.

ΕΛΜ
Τώρα ξενύσταξα. Τράβα.
(ακούγεται κλάμα μωρού)




ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Τόπος: Η σπηλιά

Χρόνος: Λίγο μετά. Νύχτα.

Πρόσωπα:
ΙΩΣΗΦ (ΙΩΣ),
ΜΑΡ!Α (ΜΑΡ),
το μωρό τους
ΕΛΙΑΚΕΙΜ
ΕΛΙΕΖΕΡ
ΑΜΩΣ (ΑΜΩ), ανεψιός και βοηθός τους
ΒΑΛΤΑΣΑΡ (ΒΑΛ),
ΜΕΛΧΙΟΡ (ΜΕΛ) και
ΓΚΑΣΠΑΡ (ΓΚΑ) (τρεις μάγοι),
βόδια,
ένα γαϊδουράκι,
ένα ψεύτικο σκιουράκι.



(Ο Ιωσήφ και η Μαρία με το Χριστό στην αγκαλιά)
ΙΩΣ
Φάε λίγο ψωμί. Και ξάπλωσε. Θα προσέχω εγώ το παιδί.
MAP
Είμαι καλά. Κείνες οι ώρες ήταν δύσκολες. Τώρα πέρασε. Κρυώνω μόνο λίγο. Πάρε το παιδί να τραβηχτώ κοντά στα βόδια και μου το δίνεις-να ζεσταθούμε λιγάκι στην ανάσα τους.
ΙΩΣ Δός το…
(ο Ιωσήφ παίρνει το παιδί)
Εντάξει;
(η Μαρία βολεύεται κοντά στα βόδια, ο Ιωσήφ της δίνει το παιδί)
Θα πάω να δω αν γύρισαν οι βοσκοί να τους ζητήσω κανένα σκέπασμα για το βράδυ.
(γκρινιάζοντας)
Τώρα τους ήρθε να κάνουν απογραφή...

MAP
Δεν πειράζει. Δεν πάθαμε τίποτα. Και ζήτα τους κι ένα κερί. Αυτό όπου να ’ναι τελειώνει. Μπορεί να μας χρειαστεί τη νύχτα… Όμως κάτι ακούω... κάποιοι έρχονται... μίλα τους καλά! Όποιοι κι αν είναι-είμαστε ξένοι εδώ.
(Μπαίνει ο ΕΛΜ)

ΕΛΜ
Να σας ζήσει. Τώρα το 'μαθα. Αγόρι ή κορίτσι είναι;

ΙΩΣ Αγόρι.
(Μπαίνει ο ΕΛΡ)

ΕΛΡ
Να σας ζήσει.
!ΩΣ
Σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ και τους δυο. Ευχαριστώ και για το ψωμί.

ΕΛΜ
Δεν είναι λόγος να ευχαριστείς. Έπρεπε να 'χουμε κάνει περισσότερα μα λείπαμε... Ο ανιψιός μου είναι μικρός, δεν ξέρει... Έκοψα ένα αρνί. Θα το ψήσω πρωί πρωί. Η γυναίκα πρέπει γα φάει να δυναμώσει. Για τώρα εφέραμε λίγο γάλα και για τους δυο σας. Και κουβέρτες να σκεπαστείτε. Αν είχαμε σπιτικό εδώ δε θα σας αφήναμε στη σπηλιά. Όμως καλλίτερα εδώ από τη στάνη. Βρωμάει λίγο κοπριά βέβαια.. μήπως θέλετε και τίποτ' άλλο; To μωρό είναι μια χαρά βλέπω… και ίδιος ο μπαμπάς του.

MAP
Τι να θέλουμε, όλα που θέλαμε μας τα δώσατε χωρίς να σας τα ζητήσουμε, Μόνον όταν θα φύγετε να 'ρθει μαζί σας ο άντρας μου να του δώσετε κι ένα κερί. Τίποτ' άλλο δε μας χρειάζεται. Κι αυτά που μας φέρατε πολλά είναι.
(Ο Ιωσήφ σκεπάζει τη Μαρία)

ΕΛΜ
Θα πάει ο Ελιέζερ να σας φέρει. Πήγαινε ρε αδέρφι.
(ο Ελιέζερ βγαίνει. Δυνατά προς τον Ελιέζερ)
Και πες και του Αμώς να έρθει. Τον θέλω.
(στον Ιωσήφ)
Από τη Ναζαρέτ άκουσα ήρθατε.

ΙΩΣ
Ναι από τη Ναζαρέτ.

ΕΛΜ
Πώς πάνε τα πράγματα εκεί;

ΙΩΣ
Από το κακό στο χειρότερο.

MAP
Δεν είναι κι άσχημα.
(επιτιμητικά στον Ιωσήφ)
Ιωσήφ!..

ΙΩΣ
Πάνε από το κακό στο χειρότερο! Ναι! Δε θα κρατηθώ να μιλήσω και σε δικούς μου ανθρώπους ανάμεσα.

ΕΛΜ
Καλά λέει κυρά μου. Ασ’ τον. Ιουδαίοι δεν είμαστε κι εμείς; Και μάλιστα από τους σωστούς-τους πατριώτες;
(στον Ιωσήφ) Ξέρεις τον Ροβοάμ;

ΙΩΣ
Τον μπαλωματή;

ΕΛΜ
Ναι, τον ξέρεις;

ΙΩΣ
Είναι από τους πιο καλούς μου φίλους.

ΕΛΜ
Και από τους καλλίτερους πατριώτες. Είναι και δικός μου φίλος. Να τον ακούτε. Μια μέρα θα ξεσηκωθούμε κι αυτός θα 'ναι αρχηγός μας. Να τον προσέχετε κει κάτω. Εσύ τι κάνεις;

ΙΩΣ
Έχω ένα μαραγκούδικο. Κάνουμε συγκεντρώσεις εκεί. Κρύβω κάποιον που κυνηγάνε, φτιάχνω τόξα, βέλη, κάνω ό,τι μπορώ. Ετοιμάζομαι κι εγώ όπως όλοι.

ΕΛΜ
Έχουν αγριέψει τελευταία μαθαίνω.

MAP
(με σκοπό να βάλει τέλος στη συζήτηση αυτή)
Αυτά δεν τελειώνουν ποτέ. Καθένας πρέπει να κοιτάει τη δουλειά του, τη φαμίλια του και ύστερα τ' άλλα.

ΙΩΣ
Σώπα γυναίκα Δουλειά χωρίς πατρίδα λεύτερη είναι
θάνατος. Θέλεις να πεθαίνεις κάθε μέρα;
(στον Ελιακείμ)
Από τότε που ανάλαβε ο Ηρώδης κάνει όλα τα χατίρια των Ρωμαίων και η αντίδραση έχει μεγαλώσει.

MAP
Δώσε μου λίγο νερό σε παρακαλώ.

ΙΩΣ
(δίνοντάς της)
Βέβαια δεν ήρθε ακόμα η ιερή ώρα του ξεσηκωμού
αλλά δε θ' αργήσει.

ΕΛΜ
Αν χρειαστείς κάτι από μάς μη διστάσεις να το ζητήσεις. Όπως έχεις φίλο τον Ροβοάμ έτσι να ’χεις και μας. Κοίτα όμως, τώρα που θα ’ρθει ο αδερφός μου να μη συνεχίσουμε την κουβέντα αυτή-είναι από τους θερμόαιμους και όταν ακούει τέτοια πλαντάζει. Τα θέλει όλα γρήγορα. Δεν έχει μπει ακόμα καλά στη ζωή να ξέρει.
(συνεχίζεται)

ΙΩΣ
Θα χρειαστεί αυτή η ορμή του γρήγορα. Μη του την
κόβεις.

ΕΛΜ
Και να ’θελα δεν μπορώ. Να, έρχεται... φέρνει και τον
Αμώς!..
(μπαίνουν ο Ελιέζερ και ο Αμώς)

ΑΜΩΣ
(ζωηρά) Γεια σας!

ΕΛΡ
Ορίστε το κερί.

ΕΛΜ
Σας έχω μιαν έκπληξη.
(στον Αμώς)
Όταν γεννιέται ένα αρνάκι ποιο τραγούδι λένε τα παιδιά Αμώς; To ξέρεις κι εσύ; To ’χεις μάθει;

ΑΜΩ
To ξέρω!

ΕΛΜ
Μπράβο! Λοιπόν ο Αμώς θα μας τραγουδήσει για να
γιορτάσουμε τη γέννα του γιου σας. Συμπαθάτε μας
που δεν έχουμε άλλο δώρο να σας κάνουμε έξω απ'
αυτό το τραγουδάκι.
Από την άλλη όμως ένα μικρό είτε αρνάκι είτε παιδάκι, πριν απ' όλα είναι μικρό. Λέγε Αμώς! Ανέβα
στον κουβά.

ΑΜΩ
(αναποδογυρίζει τον κουβά και πηδάει πάνω του. Θαρρετά)
Θεόσταλτο, θεόδοτο
και θεοκαμωμένο
καλώς μας ήρθες πα’ στη γη
αρνί νιογεννημένο.

Μυριάδες να ’ναι οι μέρες σου,
αρρώστια να μην πιάνεις,
να ’σαι γερό σα σίδερο
κι αρνιά πολλά να κάνεις.

Μαλλί και γάλα ολάφριστο
και κόπρια να μας δίνεις
και για τους αφεντάδες σου
πλούτου πηγή να γίνεις.

Kι αν το 'χει η μοίρα σου η πικρή
και τ' άδικό σου αστέρι...

ΕΛΜ
Φτάνει. Κατέβα.

ΑΜΩ
Γιατί; To ξέρω όλο!

ΕΛΜ
To υπόλοιπο είναι για τ' αρνάκια μόνο. Δεν ταιριάζει
στους ανθρώπους.

ΙΩΣ
(στον Ελιεμέχ)
Γιατί; Όμορφο τραγουδάκι. Ας ακούσουμε και το υπόλοιπο.

ΕΛΜ

To υπόλοιπο λέγεται για να κάνει τα παιδιά να μη
λυπούνται όταν σφάζονται τ’ αρνιά…

ΙΩΣ
Και τι λέει;

ΕΛΜ
«...κι αν το 'χει η μοίρα σου η κακή
και τ' άδικό σου αστέρι
να πέσεις κάτω απ' το πικρό
της πείνας μας μαχαίρι,

αρνάκι μου μας συμπαθάς
μα οι άνθρωποι πεινάνε
και πώς θε’ να χορτάσουνε
αρνάκια σα δε φάνε;»
Αυτό ήτανε.

ΙΩΣ
Έχεις δίκιο. Βοηθάει τα παιδιά να συνηθίζουν...

MAP
(δυνατά, κιφτά, επιτακτικά)
Σωπάστε!
(Όλοι στρέφουν προς το μέρος της. Μικρή αμήχανη σιωπή)

ΕΛΜ
(στον Ιωσήφ)
Πότε γυρίζετε στη Ναζαρέτ;

ΙΩΣ
Δε θα γυρίσω στην πατρίδα. Μέρες τώρα σκέφτομαι τι είναι το καλλίτερο να κάνω. Ο Ηρώδης, εκτός που είναι βάναυσος και εχθρικός για τους Ιουδαίους, είναι και ευκολόπιστος και προληπτικός. Πιστεύει πως κάποιο παιδί που θα γεννηθεί τον καιρό αυτόνε θα του πάρει τη βασιλεία όταν μεγαλώσει και θα γίνει βασιλιάς των Ιουδαίων. Κι έχει καιρό τώρα που όσους πατριώτες έχουνε αγόρι τους βλέπει με μισό μάτι. Τους παρακολουθεί, δυσκολεύει τις συναλλαγές τους με το κράτος και με την αγορά, τους απειλεί πολλές φορές χωρίς λόγο. Εμένα με είχαν έτσι κι έτσι στο μάτι. Τώρα που έκανα και γιο δε θα με αφήσουν σε χλωρό κλαρί αν γυρίσω πίσω. Και όχι μόνο, αλλά το σπουδαιότερο, κινδυνεύει και η ζωή του παιδιού εκεί πέρα.

ΕΛΡ
Ο Ηρώδης είναι ένα κάθαρμα που του πρέπει να
πεθάνει.

ΙΩΣ
(Στον ΕΛΡ)
Φίλε μου ας μην αρχίσουμε μια τέτοια συζήτηση. Δε θέλω να κουράσω τη γυναίκα μου μ' αυτά στην κατάσταση που είναι.

ΕΛΜ
Και τι σκέπτεσαι να κάνεις;

ΙΩΣ
Δε σκέφτομαι, το έχω αποφασίσει. Στην Αίγυπτο έχουμε φίλους που έχουνε βρει εκεί καταφύγιο. Η Αίγυπτος είναι ασφαλής για την ώρα. Θα πάω εκεί.

ΕΛΜ
Θα είναι κουραστικό ταξίδι.

ΙΩΣ
Θα είναι. Όμως ο Ντορής μου και τα πόδια μου να ’ναι καλά και θα τα καταφέρω. Η Μαρία κι το μωρό έχουνε το γαϊδούρι. Ύστερα δεν ξέρω, κάτι θα γίνει. Βλέποντας και κάνοντας. Σ' αυτό συμφωνεί και η Μαρία.
(Ο Ελιεμέχ στρέφεται ερωτηματικά προς τη Μαρία)

MAP
(ήρεμη τώρα)
Δε βλέπω τι άλλο μπορεί να γίνει ώσπου να
ησυχάσουνε λίγο τα πράγματα…

ΕΛΡ
Ή ώσπου να ψοφήσει ο Ηρώδης.

ΕΛΜ
Αν μπορώ να βοηθήσω σε τίποτα...

ΙΩΣ
Σ' ευχαριστώ αδερφέ μου, λίγο σανό μόνο για το
γαϊδουράκι μας  για το δρόμο και λίγο ψωμοτύρι για μας όταν έρθει το πρωί.

ΕΛΜ
Κι όταν έρθει με το καλό η ώρα θα σου πω από πού να τραβήξεις για να βγεις πιο εύκολα στο δρόμο σου. Πότε λες να ξεκινήσετε;

ΙΩΣ
Όσο γίνεται πιo γρήγορα. Μπορεί και αύριο πρωί.

ΕΛΜ
Αν είναι έτσι τότε να κοιμηθείτε. Έχετε και οι τρεις
ανάγκη από ύπνο είτε αύριο είτε μεθαύριο ξεκινήστε.
Να πηγαίνουμε κι εμείς. Ως για τ' αρνί, πριν φύγετε θα φάμε έτσι κι αλλιώς. Και θα πάρετε μαζί σας το υπόλοιπο. 

ΒΑΛ
(η φωνή του απ’ έξω μακριά)
Ε! Άνθρωποι!

ΕΛΜ
(στον Ελιέζερ σιγά)
Τα τόξα!
(σβήνει το κερί. Ο Ελιέζερ βγάζει κάτω από το
σανό δυο τόξα και βέλη.
(Σιγά)
Μη μιλάτε!
(Δυνατά, προς τα έξω)
Ποιοι είσαστε;

ΒΑΛ
Είμαστε φίλοι. Ταξιδιώτες. Από την
Ανατολή. Γυρίζουμε να γνωρίσουμε τον κόσμο.
Είμαστε ταχυδακτυλουργοί. Νυχτώσαμε, είδαμε
φως, ήρθαμε. Λίγο νερό να πιούμε αδέρφια και θα φύγουμε. Αν έχετε την καλοσύνη… Φίλοι!

ΕΛΜ
Τι λες Ελιέζερ;

ΕΛΡ
Διώξ' τους!

ΕΛΜ
Τι λες Ιωσήφ;

ΙΩΣ
Μου φαίνονται πως λένε την αλήθεια.

ΕΛΜ
Και μένα
(δυνατά, προς τα έξω)
Πλησιάστε. Και να ξέρετε, έχουμε όπλα.

ΒΑΛ
Δε θα χρειαστούν. Εμείς δεν έχουμε.
(μπαίνουν οι Βαλτάσαρ, Μελχιόρ και Κάσπαρ)
Βλέπετε; Είμαστε άοπλοι και ειρηνικοί. Μα πώς να δείτε καλά χωρίς φως;
(ο Ιωσήφ ανάβει το κερί)
Έτσι μπράβο φίλε μου. Γεια σας κι από κοντά. Είμαι ο Βαλτάσαρ και αυτοί εδώ είναι οι φίλοι μου Μελχιόρ και Κάσπαρ. Είμαστε πέρσες.

ΕΛΜ
Ταχυδακτυλουργοί είπατε;

ΒΑΛ
Ναι.
(γελώντας)
Και λίγο μάγοι και λίγο σοφοί…

ΕΛΜ
Γεια σας. Είμαι βοσκός εδώ. Από δω ο αδερφός μου, ο ανεψιός μου, ο Ιωσήφ, η Μαρία και ο γιος τους. Νιόφερτος-σήμερα γεννήθηκε.

ΜΕΛ
Και γιατί στη σπηλιά; Χάθηκε ένα σπίτι;

ΙΩΣ
Είναι μεγάλη ιστορία φίλοι μου και δε θα σας
ενδιαφέρει.

ΜΕΛ
Καλά λες. Τι να μας ενδιαφέρει; Όμως ένα νεογέννητο είναι μια καινούργια ψυχή στον κόσμο μας. Γι αυτό και θα κάνουμε και οι τρεις μας από ένα δώρο σε τούτο το παιδί.
(στρέφεται στους Μελχιόρ και Κάσπαρ)
Έτσι παιδιά;

ΜΕΛ
Και βέβαια! Και περισσότερο που τ’ άστρα λένε πως τα παιδιά που θα γεννηθούνε απόψε θα κάνουν μεγάλες πράξεις στη ζωή τους.

ΚΑΣ
Και επειδή εμείς λεφτά δεν κρατάμε, θα του δώσουμε σα δώρο λίγο από ό,τι καθένας μας κουβαλάει πάντοτε επάνω του αντίς για λεφτά.

ΒΑΛ
Εγώ έχω χρυσάφι. Να λοιπόν ένα κομματάκι χρυσάφι
δώρο στο νιογέννητο από μένα και του εύχομαι
ολόψυχα να μη δει βάσανα και στενοχώριες στη ζωή
του.

ΜΕΛ
Να και λίγο λιβάνι κι από μένα, για να φτάσει ως τα
βαθιά γεράματα το παιδί σας.

ΚΑΣ
Και ένα κουτάκι σμύρνα. Και εύχομαι να φύγουν γρήγορα οι ρωμαίοι από την πατρίδα σας
και το παιδί να μεγαλώσει λεύτερο. Μα αν εκείνοι ακόμα είναι εδώ όταν το παιδί μεγαλώσει, τότε να γίνει ένας καλός αγωνιστής. Ξέρουμε όλοι στην πατρίδα μου πόσο υποφέρετε από τους ρωμαίους.

ΙΩΣ
Φίλοι μου ο θεός σας στέλνει. Πιο κατάλληλη περίσταση δε θα βρισκόταν για να μας κάνει κάποιος τέτοια πολύτιμα δώρα. Τα δεχόμαστε και σας ευχαριστούμε από μέρους του γιου μας γι αυτά. Άκουσα όμως πως είσαστε διψασμένοι και ίσως και πεινασμένοι. Αν και δεν είμαι εγώ το αφεντικό εδώ, αλλά είμαι σίγουρος πως οι φίλοι μου από δω θα σας προσφέρουν ό,τι έχουνε και μάλιστα χωρίς αντάλλαγμα.

ΒΑΛ
Εκείνο που θέλουμε για τώρα είναι λίγο νερό γιατί
μας τελείωσε και διψάμε…
(ο Ελιέζερ τους δίνει τη στάμνα και πίνουν)

ΕΛΜ
Με πρόλαβες αδερφέ μου Ιωσήφ. Αμώς τράβα. Φέρε να φάνε στους ανθρώπους.
(ο Αμώς βγαίνει)
Πρώτη φορά έχουμε τόσους επισκέπτες -μέσα σε μια νύχτα κιόλας- και τα έχω λίγο χαμένα. Πέστε μας όμως πώς βρεθήκατε εδώ;

ΒΑΛ
Είμαστε φίλοι από μικρά παιδιά οι τρεις μας. Σπουδάσαμε αστρολογία για να γίνουμε σοφοί και κάνουμε ταχυδακτυλουργικά κόλπα για να ζήσουμε. Για να γίνουμε όμως σοφοί έπρεπε να γυρίσουμε τον κόσμο. Κι όχι μόνο την Περσία. Και αυτό κάνουμε
(αστειευόμενος)
Έχετε μπροστά σας τρεις μελλοντικούς σοφούς!

ΜΕΛ
Καλά λέει, η σοφία μας είναι όσο μεγάλη και η ηλικία μας. Κι είμαστε νέοι όπως βλέπετε. Έχουμε καιρό ακόμα ώσπου να γίνουμε τέλειοί σοφοί. Ακόμα δε γυρίσαμε την πλάτη μας στον κόσμο.

ΚΑΣ
Με άλλα λόγια δεν είμαστε σοφοί ακόμα. Όμως είμαστε ταχυδακτυλουργοί όπως σας είπαμε. Και αν θέλετε, θα σας δείξουμε μερικά κόλπα για να σας διασκεδάσουμε. Κι όσο θα παριστάνει ο ένας, οι άλλοι δύο θα συνοδεύουνε την παράσταση με τον αυλό. Και όλα αυτά θα τα κάνουμε για τη Μαρία. Γιατί τη βλέπουμε λυπημένη.

MAP
Δεν είμαι λυπημένη. Μόνο κουρασμένη λιγάκι.

ΓΚΑ
Τότε παράσταση και φεύγουμε αμέσως. Θα βρούμε κάπου να κονέψουμε. Νέα παιδιά είμαστε. Και κανένας μας δε γέννησε απόψε...
(γελούν όλοι)

ΕΛΜ
Μια στιγμή σας παρακαλώ να έρθει και ο Αμώς. Με
χαρά μας θα δούμε τα κόλπα σας μα περισσότερο θ'
αρέσουν στο παιδί... Και σαν τι μαγικά κάνετε
αλήθεια;

ΜΕΛ
Ό,τι φανταστείτε. Απόψε όμως θα κάνουμε ένα μικρό μέρος ο καθένας για να μη σας πάρουμε πολύν χρόνο. Και αν και νέοι, είμαστε καλοί σε ό,τι κάνουμε-να φανταστείτε πως περνώντας από την Ιερουσαλήμ δώσαμε παράσταση ως και στο παλάτι.

ΕΛΡ
(έκπληκτος)
Επαίξατε για τον Ηρώδη;

ΜΕΛ
Και μάλιστα μας καλοπλήρωσε.

ΕΛΡ
Αφού καλοκλέβει πρώτα, μετά καλοπληρώνει...

ΕΛΜ
Τον Ηρώδη τον ξέρατε από πριν;

ΜΕΛ
Όχι βέβαια. Περαστικοί ήμασταν από την πόλη
του, έμαθε πως τρεις σπουδαίοι μάγοι ήρθανε…
(κορδώνεται επιδεικτικά και αστεία. Η Μαρία γελάει)
...και μας φώναξε. Πήγαμε, φύγαμε. Πρώτη φορά είδαμε βασιλιά και ποιος ξέρει αν θα ξαναδούμε…

ΙΩΣ
Και τι λέει η σοφία σας-όση έχετε μέχρι τώρα- για τον Ηρώδη;

ΚΑΣ
Πως οι καλοί άνθρωποι πρέπει να φυλάγονται απ' αυτόν.

ΙΩΣ
Σας ευχαριστώ για δεύτερη φορά φίλοι μου απόψε.

ΒΑΛ
Για ποιο πράγμα;

ΙΩΣ
Για τη σοφία που μόλις ξεστόμισες. Κάνει πιο ισχυρή μιαν απόφασή μου.
(μπαίνει ο Αμώς)

ΕΛΜ
Αμώς, άσε τα φαγητά στην άκρη-θα τα πάρουνε μαζί
τους οι φίλοι μας-κι έλα να δεις τα μάγια που θα
κάνουνε:
(απομένουν όλοι χαρούμενοι και σιωπηλοί, με χαρούμενη προσδοκία Κατά τη διάρκεια των επιδείξεων των τριών που ακολουθούν, τα γέλια και τα χαρούμενα επιφωνήματα είναι συνεχή)

ΒΑΛ
(Βγάζει ένα αυγό από την τσέπη του)
Όλοι ξέρουμε πως το αυγό βγαίνει από τον ποπό της
κότας. Εγώ όμως, αφού το βάλω μέσα στο δεξί μου
αυτί… θα το βγάλω από το αριστερό.
(το κάνει)
Απαράλλαχτα όπως τα λόγια των μεγάλων μπαίνουν από το ένα και βγαίνουν από το άλλο αυτί των μικρών. Όλοι ξέρουν ακόμα πως το αυγό δεν μπορεί κανείς να το φάει ολόκληρο. Μένουν πάντοτε τα τσόφλια. Εκτός από μένα-εγώ θα το φάω ολόκληρο!
(φέρνει το αυγό στο στόμα του, καταπίνει, ύστερα δείχνει το χέρι του χωρίς το αυγό)
Αλλά επειδή δε θέλω να κλέψω τη δουλειά της κότας και για να μη χαλάσω εγώ την τάξη του κόσμου, τα αυγά θα τα παίρνουμε πάντοτε από τη φωλιά της κότας.
(πηγαίνει προς τα άχυρα και παίρνει το αυγό. Υποκλίνεται)
Ευχαριστώ.

ΜΕΛ
(Βγάζει από το σάκο του δυο κρίκους σιδερένιους, μπλεγμένους τον ένα με τον άλλο)
Αυτοί οι δυο κρίκοι είναι όπως βλέπετε μπλεγμένοι!
(τους δείχνει τραβώντας τους δυνατά)
Όπως ο άνθρωπος με η ζωή. Πολλές φορές όμως φεύγουνε από τα χέρια μου.
(τους εξαφανίζει)
Τους τους βρίσκω στα πιο απίθανα μέρη. Όπως στο άδειο αυτό βαρέλι.
(βγάζει τους κρίκους από το βαρέλι) 
Ή πίσω από αυτό το δοκάρι.
(τους παίρνει κι από κει)
To χειρότερο είναι όταν μπαίνουν γύρω από το λαιμό μου
(οι κρίκοι βρίσκονται γύρω από το λαιμό του ενώ το άνοιγμά τους είναι μικρότερο από το κεφάλι του)
Τότε με στενοχωρούν. Προσπαθώ να τους βγάλω... τίποτα. Ωχ τι έπαθα ο δόλιος... Πώς να κάνω να γλιτώσω;.. Ξέρει κανένας σας; Εσύ; Εσύ; Εσύ; Εσύ;... ξέρω! Ένα παιδί θα μου τους βγάλει τραβώντας τους.
(πηγαίνει κοντά στον Αμώς)
Τράβα τους Αμώς...
(ο Αμώς τραβάει γελώντας)
Σιγά…θα με πνίξεις... Τι να κάνω... τί να κάνω... Ξέρω! To γαϊδουράκι θα μου πει!
(βάζει το αυτί του στο στόμα του γαϊδουρακιού)
Μου είπε να τους βγάλω από κάτου, από τα πόδια μου! Μα γίνεται αυτό;..
(το κάνει)
Έγινε! Σώθηκα!
(υποκλίνεται)
Σας ευχαριστώ...

ΚΑΣ
Εγώ μισώ τα σκιουράκια! Είμαι κακός άνθρωπος γι αυτό; Δεν ξέρω, όμως μισώ τα σκιουράκια. Αλλά θα μου δώσετε λίγο δίκιο-κοιτάξτε τι μου κάνουν...
(βγάζει ένα πάνινο σκιουράκι από το σάκο του και με κατάλληλες κινήσεις το κάνει να κινείται σαν να είναι ζωντανό. Τινάζεται έξαφνα, τον τσιμπάει, τον χτυπάει, πάει να του φύγει από τα χέρια...)
To κακό μ' αυτό είναι που δεν μπορώ να το ξεφορτωθώ. Χτες, εκεί που καθόμουνα ήσυχα ήσυχα, ήρθε και μου τράβαγε τα μαλλιά μου. To πιάνω, το πετάω στο πάτωμα.
(το κάνει. Ότι λέει πως έκανε χτες το κάνει και όσο τα διηγείται)
Ακίνητο το σκιουράκι. Λέω το ξεφορτώθηκα. Σκύβω να δω… μου τσιμπάει τη μύτη...το πετάω έξω από την πόρτα... αυτό να το πάλι… τo 'βαλα κάτω και το πάτησα. Έτσι…έτσι...έτσι....έτσι! Ύστερα πήρα μια μεγάλη πέτρα και την έβαλα πάνω του. Τσουπ! αυτό ξαναβγήκε ολοζώντανο από κάτω από την πέτρα και μου γαργαλούσε το λαιμό. Τότε σκέφτηκα και του 'κοψα το κεφάλι...και τα πόδια...και τα χέρια...να δω τώρα θα ξανάρθει..; Και για να είμαι σίγουρος πως ψόφησε οριστικά, ξέσκισα τα χέρια, τα πόδια και το κεφάλι του έτσι...έτσι...έτσι...έτσι. Ύστερα, για καλό και για κακό το 'κλεισα μέσα σ' αυτό το σιδερένιο κουτί.
(Δείχνει το κουτί σιδερένιο και γερό και το κλείνει αφού βάζει πρώτα μέσα τα κομμάτια από το σκιουράκι)
Τρία δευτερόλεπτα μόνο έμεινα ήσυχος. Μετά να πάλι το βάσανο!
(το σκιουράκι βγαίνει "ολοζώντανο" από το σιδερένιο κουτί, ζωηρότερο από πριν)
Αναστήθηκε! Όπως το κάθε τι που πεθαίνει. (υποκλίνεται μέσα σε γέλια)

ΒΑΛ
Και τώρα φίλοι μου να σας καληνυχτίσουμε.
(παίρνουν τα πράγματά τους και τα τρόφιμα που έφερε ο Αμώς)
Σας ευχαριστούμε για τα δοσίματα. Ιωσήφ, κυρά μου, να σας ζήσει το παιδί σας και πολύχρονο.

MAP
Σας ευχαριστούμε για τα δώρα σας. Δε θα το
ξεχάσουμε ποτέ.

ΙΩΣ
Στο καλό φίλοι μου.
(βγαίνουν Βαλτάσαρ, Μελχιόρ και Κάσπαρ)

ΕΛΜ
Μας διασκέδασαν. Ο θεός ας τους φυλάει. Και τώρα αδέρφια μου καληνύχτα κι από μας και καλό σας ύπνο. Αν χρειαστείτε κάτι εδώ είμαστε. Θα τα πούμε αύριο πρωί. Γεια σας

MAP
Καλή σας νύχτα. Ευχαριστούμε.

ΙΩΣ Καληνύχτα.
(βγαίνουν Ελιέζερ, Αμώς και Ελιακείμ)

ΙΩΣ
Κοιμήσου Μαρία. Αύριο έχουμε δρόμο. Ήσυχο το μωρό μας... Δε μας ενόχλησε καθόλου. Θες να μου το δώσεις να κοιμηθείς πιo καλά; Εγώ δε νυστάζω ακόμα...

MAP
Δε με βαραίνει καθόλου. Ξάπλωσε και συ δίπλα μου. Εδώ. Έχει χώρο. Θα ζεσταινόμαστε περισσότερο έτσι. Η νύχτα είναι κρύα.
(ο Ιωσήφ βολεύεται δίπλα στη Μαρία. Κοιτάζει το μωρό, σκύβει και το φιλάει. Φιλάει απαλά τα μαλλιά της Μαρίας. Απλώνει το δεξί του χέρι προστατευτικά γύρω από τους ώμους της)
Καληνύχτα.

MAP Καληνύχτα।

ΑΥΛΑΙΑ